ὀπτῆρας

ὀπτῆρας
ὀπτήρ
one who looks
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οπτήρας — ο (Α ὀπτήρ) νεοελλ. ναυτ. ναύτης σκοπός στον ιστό πλοίου που έχει την αποστολή να εποπτεύει τη θάλασσα και τον ορίζοντα ώστε να εντοπίζει έγκαιρα άλλα πλοία, σημεία ξηράς, ενδεχόμενους άλλους κινδύνους αρχ. 1. αυτός που κατοπτεύει, σκοπός ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”